- φιλοχρήστωρ
- φῐλο-χρήστωρ, ορος, ὁ, perh. a mistake for sq., CalderA Philadelphia and Montanism 32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοχρήστωρ — ορος, ὁ, Α πιθ. φιλόχριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ., πιθ. αντί φιλόχριστος] … Dictionary of Greek